- ἀειθαλεῖς
- ἀειθαλήςevergreenmasc/fem acc plἀειθαλήςevergreenmasc/fem nom/voc pl (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κολοκάσια — (Colocasia). Γένος μονοκοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των αροϊδών, που ευδοκιμεί σε ελώδη ή υγρά εδάφη των τροπικών περιοχών της Ασίας. Πρόκειται για κονδυλώδεις, φυλλοβόλες ή αειθαλείς, πολυετείς πόες, ύψους 80 90 εκ., με μεγάλα αντίθετα… … Dictionary of Greek
ρονδελετία — (rondeletia). Φυτό δικοτυλήδονο της οικογένειας των ρουβιιδών. Αριθμεί 85 περίπου είδη, ιθαγενή της τροπικής Αμερικής. Είναι αειθαλείς θάμνοι ή δέντρα, με φύλλα αντίθετα, δερματώδη ή μεμβρανώδη και άνθη κόκκινα, κίτρινα ή λευκά, με τους λοβούς… … Dictionary of Greek
χειμωνανθός — (chimonanthus). Γένος φυτών της οικογένειας των καλυκανθιδών, της τάξης των πολυκαρπικών. Περιλαμβάνει φυλλοβόλους ή αειθαλείς θάμνους με αντίθετα φύλλα, ακέραια και αρωματικά άνθη, απέταλα, χωρίς σταθερό αριθμό, που βγαίνουν τον χειμώνα.… … Dictionary of Greek
χειμώνανθος — (chimonanthus). Γένος φυτών της οικογένειας των καλυκανθιδών, της τάξης των πολυκαρπικών. Περιλαμβάνει φυλλοβόλους ή αειθαλείς θάμνους με αντίθετα φύλλα, ακέραια και αρωματικά άνθη, απέταλα, χωρίς σταθερό αριθμό, που βγαίνουν τον χειμώνα.… … Dictionary of Greek
Αλβανία — I Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Ν με την Ελλάδα, στα Α με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ) και στα Β με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία, ενώ Δ βρέχεται από την Αδριατική θάλασσα.Τα… … Dictionary of Greek
αλλαμάνδα — (allamanda). Διάφοροι αναρριχητικοί θάμνοι της οικογένειας των αποκυνιδών. Οι κυριότεροι είναι η α. η νηριόφυλλος, η α. η καθαρτική και η α. η ιόχρους. Όλοι είναι αειθαλείς με φύλλα ακέραια σε σπονδύλους από 2 έως 5. Τα άνθη τους έχουν κάλυκα… … Dictionary of Greek
αλλερία — (halleria). Γένος θάμνων της οικογένειας των σκροφουλαριδών που αριθμεί τρία είδη. Οι θάμνοι αυτοί είναι αειθαλείς με φύλλα απλά, αντίθετα, ωοειδή ή ελλειπτικά. Τα άνθη τους είναι κοκκινωπά, με κάλυκα σε σχήμα κυπέλλου και στεφάνη σε σχήμα χοάνης … Dictionary of Greek
ανισόδεντρο — Επιστημονική ονομασία δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των μαγνολιιδών με περίπου 20 είδη, ιθαγενή της Κίνας, της Ιαπωνίας, της Ινδίας και των Φιλιππίνων. Φυτρώνουν επίσης και σε μερικές περιοχές των ΗΠΑ. Είναι μικρά δέντρα ή αειθαλείς θάμνοι … Dictionary of Greek
αουκούβα — (aucuba). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των κορνιδών ή κρανιδών, με τρία είδη. Είναι φυτά της Άπω Ανατολής και της δυτικής Κίνας. Πρόκειται για αειθαλείς θάμνους, με φύλλα αντίθετα, πλατιά, γυαλιστερά, πολλές φορές στικτά με… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek